Ο μητροπολίτης Δράμας «προσφέρει» τις εγκαταστάσεις των κατασκηνώσεων του Γρανίτη για να φιλοξενηθούν πρόσφυγες. Στο πρώτο άκουσμα της είδησης, φαίνεται ως πράξη προσφοράς. Όμως, ψυχραιμότερες σκέψεις οδηγούν σε ερωτηματικά. Οι κατασκηνώσεις του γρανίτη δεν λειτουργούν εδώ και χρόνια διότι όπως δήλωσε ο μητροπολίτης Δράμας «αυτό το καρκίνωμα και η γάγγραινα που λέγεται κρατικός μηχανισμός» δεν τους επιτρέπει να συντηρήσουν τις εγκαταστάσεις και να λειτουργήσουν τις κατασκηνώσεις. Στην ίδια συνέντευξη[1], ο μητροπολίτης, λέει και τον πραγματικό καημό του που δεν είναι άλλος από την αδυναμία της εκκλησίας να διαχειριστεί ευρωπαϊκό χρήμα.
Προσφέρει λοιπόν η ελεήμων εκκλησία στους πρόσφυγες μια «γυμνή ζωή», αποστερημένη ακόμη και από τα ελάχιστα δικαιώματα που τους απέμειναν όπως αυτό της ελεύθερης μετακίνησης καθώς οι αποστάσεις από τα αστικά κέντρα είναι μεγάλες, οι συγκοινωνίες σχεδόν ανύπαρκτες και οι περισσότεροι πρόσφυγες έχουν απομείνει χωρίς χρήματα. Το πολιτικό σώμα, που έχει τη μορφή του έθνους-κράτους, συνεπικουρούμενο από την εκκλησία· γίνεται φορέας αποκλεισμών (των προσφύγων στα βουνά και στα λαγκάδια), με έναν καινούργιο και διαφορετικό τρόπο: μέσω της εκκλησιαστικού «ελέους». Η κοινωνία του θεάματος προσφέρει το τερπνόν μετά του ωφελίμου: και χαϊδεύει εκείνο το ρατσιστικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας που δήθεν «λυπάται» για τη δυστυχία των άλλων αλλά προτιμάει η δυστυχία αυτή να κρατιέται σε κάποια απόσταση και από την άλλη ανοίγει την πορτούλα της διαχείρισης των Ευρωπαϊκών κονδυλίων χωρίς να μεσολαβεί «αυτό το καρκίνωμα και η γάγγραινα που λέγεται κρατικός μηχανισμός». Ίσως μια ΜΚΟ να δημιουργηθεί γι αυτή τη δουλειά. Φωτεινό παράδειγμα η ΜΚΟ της εκκλησίας η «αλληλεγγύη» που όλοι γνωρίζουν τα έργα και τις νύχτες της.
Έτσι η εκκλησία στις κατασκηνώσεις του Γρανίτη υψώνει τα τείχη του «παραδείσου», απομονώνοντας τους πρόσφυγες στη δική τους κόλαση μακριά από όλους εμάς. «Όσο περισσότερο θα ενισχύονται τα τείχη του παραδείσου, τόσο πιο βαθιά θα γίνεται η άβυσσος της κόλασης»[2].
tanzo