Το 1920, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, στην ποιητική του συλλογή για παιδιά «Χελιδόνια», συμπεριέλαβε το ποίημα που οι μεγαλύτεροι ακούσαμε στο δημοτικό σχολείο:
«Ο Καημένος»
«Στο λιβάδι ξεχασμένος/ένας γάιδαρος βοσκούσε·/τίποτ’ άλλο δε ζητούσε/ο καημένος.
Το χορτάρι του μασούσε/κι ήταν τρισευτυχισμένος/και το ξύλο λησμονούσε/ο καημένος.
Και την τύχη ευχαριστούσε,/που δεν ήταν φορτωμένος,/και τα δυο του αυτιά κουνούσε/ο καημένος.
Τους εχθρούς του συγχωρούσε/κι ήτανε συχωρεμένος,/και τον κόσμον αγαπούσε/ο καημένος.
Το Θεό παρακαλούσε/για να μείνει εκεί δεμένος/και να βόσκει όσο θα ζούσε/ο καημένος.»
Ο καημένος είναι η ποιητική εκδοχή της τετραφαρμάκου του Επίκουρου: «Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον.». Δηλαδή: «Ο θεός δεν πρέπει να μάς προκαλεί φόβο, ούτε ο θάνατος να μάς φέρνει ανησυχία, τα υλικά αγαθά (ό,τι πραγματικά χρειαζόμαστε) μπορούμε να τα αποκτήσουμε με λίγο κόπο, τα δεινά και τις συμφορές της ζωής μπορούμε να τα υπομείνουμε με ευκολία».
Ενώ ο καημένος γαϊδαράκος αγνοούσε τον Επίκουρο, από υλικά αγαθά ζητούσε μόνο να βοσκάει λίγο χορταράκι για να είναι τρισευτυχισμένος, κι έτσι υπέμενε τα δεινά και τις συμφορές της ζωής του λησμονώντας το ξύλο που έτρωγε και μάλιστα συγχωρούσε όσους ήταν εχθροί του. Ούτε ο θάνατος του προκαλούσε φόβο και ανησυχία αρκεί να περνούσε μια ζωή ατάραχη χωρίς πόνους στο σώμα. Ο καημένος είχε τη γνώση ότι ο θάνατος κάνει απολαυστική τη θνητότητα της ζωής όχι επειδή της προσθέτει άπειρο χρόνο, αλλά επειδή την απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. Έτσι πετυχαίνει την ευδαιμονία.
Μερικά χρόνια μετά, το 1956, ο Κώστας Βάρναλης, με τη «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου», εισάγει τον επαναστάτη γάιδαρο. Έναν γάιδαρο που τελικά μας κέρδισε.
tanzo