(… συνέχεια από του πατρός μου τα δεινά -1)
Πατέρα; πάμε καμιά βόλτα στον άγιο Ραφαήλ; Έχει δροσιά εκεί κάτω απ τα πλατάνια.
– Να ξυριστώ και μετά πάμε όπου θες. Δεν μου χαλάει χατίρι σκέφτηκα… μπα στον εαυτό του δεν χαλάει χατίρι. Ξέρει ότι θα μιλήσουμε για τα παλιά τα χρόνια, τότε που ήταν παιδί ακόμη, θέλει να τα βγάλει από μέσα του, κι όπως σουλατσάρω περιμένοντας τον πατέρα μου, το βλέμμα μου πέφτει σε μια ρόδα από κάρο που έχει μετατρέψει ο θείος μου ο Χρήστος σε γλάστρα…
– Θείε ωραία ζαρντινιέρα έφτιαξες, του λέω.
– Κάποτε κουβαλούσε κόσμο η καρο-ροδα τώρα έγινε γλάστρα, μου λέει.
– Έλα πάμε! μου λέει ο πατέρας μου, ξυρίστηκα.
– Ξεκινάμε για άγιο Ραφαήλ 2,5 περίπου χλμ. απ το σπίτι…
– Το Σεπτέμβρη του 1945 με πήρε ο θείος μου ο Παναγιώτης και με το κάρο πήραμε το δρόμο του γυρισμού για το χωριό… στο δρόμο κάναμε μια στάση στο Βώλακα όπου μας φιλοξένησε στην καλύβα του ένας φίλος του βοσκός… θυμάμαι μας έφτιαξε τραχανά να φάμε, μείναμε εκεί τη νύχτα. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ξεκινήσαμε για το χωρίο όπου μας περίμενε η γιαγιά μου ο θείος μου ο Χαράλαμπος και ο θείος μου ο Βασίλης. Μετά λίγες μέρες ήρθαν και οι δικοί μου… εγκατασταθήκαμε στο χωριό και αρχίσαμε να καλλιεργούμε καπνά όπως παλιότερα. στο χωριό μας παράλληλα υπάρχει μια βασιλική οργάνωση “οι χίτες” οι οποίοι όμως μέχρι στιγμής δεν έχουν προβεί σε βιαιοπραγίες. Η ζωή άρχισε σιγά-σιγά να βρίσκει ένα ρυθμό, τα καπνά… α, τώρα που είπα καπνά το ξέρεις το ανέκδοτο με τον πόντιο μετανάστη ο οποίος ερχόμενος στην πατρίδα έφτασε ξημερώματα, σκοτάδι πίσσα, αλλά πείνασε και μπήκε μέσα σε ένα χωράφι με καπνά νομίζοντας ότι είναι μαρούλια, και όταν άρχισε να τα μασάει απ την πίκρα άρχισε να μονολογεί “ανάθεμά σε μακεδονία, και τα μαρούλες πα πικρά εν”… τέλος πάντων…, σπάζαμε καπνά και τα πασταλιάζαμε για όλο το 1946 και το μισό του 1947. Τον Ιούλιο του 1947 εγκαθίσταται στο χωριό το τάγμα εθελοντών του Φωστηρίδη (Αντων Τσαους). Οι καθημερινές τους εξερευνήσεις με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μέριμνά τους ήταν να βρουν τους εναπομείναντες αντάρτες στα βουνά και να τους αποτελειώσουν. Μια ομάδα του στρατού στα τέλη του Ιουλίου του 1947 βρήκε έναν αντάρτη στο βουνό τον οποίον σκότωσε. Το χειρότερο όμως ήταν ότι του κόψανε το κεφάλι το έφεραν στο καφενείο του χωριού το έβαλαν σε έναν πάγκο και βάζοντας του ένα τσιγάρο αναμμένο στο στόμα, διασκέδαζαν με το θέαμα. Φτάσαμε στον άγιο Ραφαήλ…
– Κάθισε να ηρεμήσουμε απ το περπάτημα, μου λέει, και τα λέμε σε λίγο γιατί η συνέχεια είναι πολύ οδυνηρή…
Αλέξανδρος