(… συνέχεια από του πατρός μου τα δεινά -2)
– Αααχχ μπούζι είναι το ευλογημένο,
βάλαμε τα πόδια μας στα δροσερά νερά του Δεσπάτη, καλά ξεκουραστήκαμε και απολαύσαμε τη δροσιά κάτω απ τα πλατάνια, ανάψαμε και ένα κερί στον άγιο Ραφαήλ, και ήρθε η ώρα της επιστροφής. Ξεκινάμε το περπάτημα και ο πατέρας μου δε μιλάει.
– Τι συμβαίνει του λέω;
– Βάζω σε μια τάξη τα ασυμμάζευτα, που λέει και το τραγούδι, μου γυρίζει.
– Έχουμε μείνει στη βεβήλωση του κομμουνιστή.
– Το ξέρω, μου λέει, αλλά το μετά είναι πολύ πιο βαρύ και αρχίζει.
– Οι κομμουνιστές είχαν στα χέρια τους την αφορμή που έψαχναν… στις 29 Αυγούστου του 1947 κατά τις 9 το βράδυ… ξέρεις την ώρα που άρχισε να σουρουπώνει, 8 χρόνων ήμουν τότε, είμαστε στο σπίτι μόλις έχουμε έρθει απ το χωράφι με τα καπνά και υπό το φως κεριών, εγώ η μητέρα μου και ο πατέρας μου βελονιάζουμε καπνά. Κανείς μας δεν μιλάει, άλλωστε που να βρεις την όρεξη μετά από τόση δουλειά για κουβέντες… ξαφνικά ακούμε κάποιες φωνές έξω απ το σπίτι και μετά ένα δυνατό κρότο… ένας κομμουνιστής αντάρτης σπάει την πόρτα και εισβάλει μες το σπίτι. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατότερα, τρόμαξα, οι γονείς μου το ίδιο, τα χέρια συνέχιζαν μηχανικά να τρυπάνε τα καπνά με τις βελόνες… οι κουβέντες του αντάρτη είναι σπαθάτες και χωρίς περιθώρια διαλόγου…
– Έχετε λίγα λεπτά να φύγετε απ το σπίτι σας, θα το κάψουμε, πάρτε ό,τι θεωρείτε χρήσιμο. Τα μάτια μας απεγνωσμένα ψάχνουν πολύτιμα αντικείμενα, πολύτιμη είναι η σκεπή που μας σκεπάζει, αλλά πως να την πάρουμε σκέφτομαι… εμείς οι πόντιοι λέμε τη φράση βασίλεψα, δηλαδή σάστισα… άρον-άρον μαζεύουμε δυο ρούχα, ενώ η μάνα μου είναι έγκυος στον αδερφό μου το Δημήτρη (του δώσαμε το όνομα του χαμένου αδερφού μας), και καλείται για άλλη μια φορά να εγκαταλείψει το σπίτι της, βγαίνουμε βιαστικά απ το σπίτι… έξω ένας άλλος αντάρτης με ένα στουπί στο χέρι αναμμένο περιμένει να βγούμε…
– Πέτρο, του φωνάζει ένας άλλος, ρίχ’το τι περιμένεις; άντε έχουμε να πάμε και αλλού.
Ένα στουπί στον αχυρώνα μεταδίδει τη φωτιά και στον πυρήνα του σπιτιού, σαν λαμπάδα έκαιγε όλη νύχτα το σπίτι μας… η μάνα μου απαρηγόρητη παραδίπλα έκλαιγε ενώ ο πατέρας μου θυμωμένος φώναζε
– Γιατί εμένα ρε αδερφιααααααααα;
Τον έπνιγε το δίκιο του και αυτό με πόναγε πολύ. εκείνο το βράδυ οι αντάρτες έκαψαν περίπου 40 σπίτια στο χωριό. την άλλη μέρα το πρωί ξεκινήσαμε για τη Ν. Αμισό εκ νέου μείναμε μέχρι το τέλος του 1949 όπου και επιστρέψαμε οριστικά για το χωριό όπου ξεκινήσαμε από μηδενική βάση. Άλλα δυο αδέρφια απέκτησα τον Δημήτρη και τον Γιάννη (καπετάνιο), το 1953 γεννήθηκε η αδερφή μου Έλλη. Σιωπή για λίγη ώρα ενώ κοντεύουμε σπίτι.
– Ελάτε, φωνάζει η μάνα μου, έτοιμο το φαγητό.
Αυτός είναι ο βίος του πατρός μου κατά τα πρώτα 12 χρόνια της ζωής του.
Αλέξανδρος