Στο γνωστό διήγημα “Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα” ο Γ. Βιζυηνός εξηγεί ότι “η παράστασις της λέξεως μηλια εμβήκεν εις την ψυχήν μου συγχρόνως με την παράστασιν του δένδρου και εις έναν καιρόν, κατά τον οποίον όλαι αι αἰσθήσεις μου είχον αναπεπταμένας τας θύρας και εδέχοντο ευχαρίστως κάθε τι, το οποίον ήρχετο συστημένον ή από την μητέρα μου ή από τους οικείους μου να κατοικήση εντός της κεφαλής μου”.
Στο διήγημα ο δάσκαλος δεν κατορθώνει να διδάξει τον νέο τύπο στον πεισματάρη μαθητή. Πολλοί εγγράμματοι έχουν τόσο εξοικειωθεί με τους λόγιους τύπους που ξέχασαν πόσα λόγια βάσανα περάσαν μέχρι να τους υιοθετήσουν. Ξεχνώντας τον φόρο που πληρώνουν οι ίδιοι συχνά στο λογιοτατισμό και στην διγλωσσία με συχνά ‘λάθη’, ας πούμε στα θηλυκά σε -ος (ο ψήφος, ο άμμος), λάθη που σιγά-σιγά γίνονται εξίσου αποδεκτά, σχολιάζουν με καλή διάθεση ή χλευάζουν με κακεντρέχεια τα λάθη της ‘αγραμματοσύνης’.
Έτσι, η Άντζελα Δημητρίου γίνεται συχνά θύμα της γλωσσικής αφέλειας της ή, αν θέλετε, της αγραμματοσύνης της. Μόνο που σε κάποιες περιπτώσεις αναδεικνύεται η ημιμάθεια των σχολιαστών. Για παράδειγμα, παλιότερα χλευάστηκε, επειδή είχε δηλώσει ότι “κανείς δεν είναι άσφαλτος”. Κι όμως στο Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής έχει καταγραφεί: άσφαλτος -η -ο [ásfaltos]: (λογοτ., λαϊκότρ.) που δεν έχει σφάλει ή που δεν κάνει σφάλματα, σίγουρος. Επειδή είχε δηλώσει ότι αγαπημένος της ποιητής είναι ο Καζαντζάκης, χλευάστηκε από την ημιμάθεια που αγνοούσε ότι ο Καζαντζάκης υπήρξε και ποιητής.
Τις μέρες αυτές στα κοινωνικά δίκτυα κυκλοφορεί η αντζελική δήλωση: “δεν μπορεί κανείς να μου αφαιρέσει το λάδι μου εμένα, το ελληνικό. Δεν γουστάρω να πάρω εγχώριο, δεν θέλω να πάρω το κρέας το εγχώριο, θέλω να πάρω το ελληνικό, το δικό μου, από το χωριό μου”.
Το “ντόπιο” Άντζελα, το ντόπιο… (ας το δεχτούμε σαν λάθος στη μετάφραση. Ας σκεφτούμε ότι όλοι κοντοστεκόμαστε μπροστά στις πόρτες με την ένδειξη “έλξατε” ή “ωθήσατε” για να μεταφράσουμε και να πράξουμε αναλόγως…).
Gabriel John Utterson
Δείτε:
Τα σχόλια της Άντζελας για τις πολιτικές εξελίξεις