Δύο μπάρμπερκιου: Το ένα, ο «φανερός δείπνος» τη Μεγάλη Παρασκευή, το χαρακτηρίζει ο χρόνος, και το άλλο, το ψήσιμο χοιρινού και η κατανάλωση αλκοόλ έξω από προσφυγικές δομές όπου μένουν μουσουλμάνοι, ο χαρακτηρίζει ο τόπος.
Στη μία περίπτωση, η ένωση άθεων, έχοντας ως στόχο την εκκοσμίκευση της ελληνικής κοινωνίας, αναλαμβάνει δράσεις που απορρίπτουν την ερμηνεία του κόσμου που δίνει η θρησκεία, αμφισβητώντας το νόημα που αυτή δίνει στην ανθρώπινη ζωή. Δηλαδή, προσπαθεί να αντικαταστάσει το φαντασιακό της ελληνικής κοινωνίας που κυριαρχείται από τις θρησκευτικές θεσμίσεις, με τον ορθό λόγο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η σύγκρουση αυτή συμβαίνει εντός της ίδιας κοινωνίας.
Στην περίπτωση του μπάρμπεκιου με χοιρινό και αλκοόλ έξω από προσφυγικές δομές όπου στην πλειοψηφία ζουν μουσουλμάνοι, γίνεται κάτι διαφορετικό: οι πρόσφυγες φέρνουν μαζί τους τις δικές τους κοινωνικές θεσμίσεις που, μεταξύ άλλων, εκφράζονται με την άρνηση κατανάλωσης του χοιρινού και του αλκοόλ. Φέρνουν μαζί τους ολόκληρη την κοινωνική τους θέσμιση, κάτι που είναι ξένο στους ντόπιους. Είναι διαφορετικοί.
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης, θεωρεί ότι ρίζα του μίσους είναι η «άρνηση της ψυχικής μονάδας να δεχθεί αυτό που για την ίδια είναι ξένο» και συνεχίζει λέγοντας «όταν η δεξαμενή του μίσους δεν βρίσκει διέξοδο στον πόλεμο, εκδηλώνεται υπόκωφα με τη μορφή της περιφρόνησης, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Οι καταστροφικές τάσεις των ατόμων συνάδουν απόλυτα με την ανάγκη μίας κοινωνίας να ενδυναμώνει τη θέση των νόμων, των αξιών και των κανόνων της, ως μοναδικά στην τελειότητα τους και ως τα μόνα αληθινά, ενώ οι νόμοι, τα πιστεύω και τα έθιμα των άλλων είναι κατώτερα, λανθασμένη, άσχημα, αηδιαστικά, φριχτά, διαβολικά…. κάθε απειλή προς τις θεσμοθετημένες ομάδες, στις οποίες ανήκουν τα άτομα, βιώνεται από αυτά ως πιο σοβαρή από μία απειλή κατά της ζωής τους». Στη συνέχεια ο Κ. Καστοριάδης εξηγεί: «Η κατάρρευση, στις καπιταλιστικές κοινωνίες, σχεδόν όλων των αρχών είχε ως επίπτωση τη συσπείρωση για λόγους ταύτισης γύρω από τη «θρησκεία», το «έθνος» ή τη «ράτσα» και όξυνε το μίσος προς τους ξένους.»
Και στις δύο περιπτώσεις οι πολίτες έχουν δικαίωμα να το κάνουν και κανείς δεν μπορεί να μιλάει για ποινικές ευθύνες. Παρά το ότι οι δύο περιπτώσεις δεν έχουν το ίδιο περιεχόμενο, έχουν ως κοινό στοιχείο ότι οι αποδέκτες αισθάνονται να προσβάλλονται.
Όμως η τεράστια διαφορά των δύο μπάρμπεκιου είναι ότι στη μία περίπτωση (φανερό δείπνο) μερίδα της κοινωνίας προσπαθεί να αλλάξει τις δικές της θεσμίσεις κάτι ιστορικά νομοτελειακό, ενώ στην άλλη περίπτωση (χοιρινά και αλκοόλ δίπλα στους μουσουλμάνους), η θεσμισμένη κοινωνία φοβάται και προσπαθεί να «προστατευθεί» από το διαφορετικό.
Κλείνει το κείμενο αυτό και πάλι με τα λόγια του Καστοριάδη: «Η αυτονομία, δηλαδή η πλήρης δημοκρατία, και η αποδοχή του άλλου δεν αποτελούν φυσική ανθρώπινη κλίση. Αμφότερες συναντούν τεράστια εμπόδια. Γνωρίζουμε από την ιστορία ότι ο αγώνας για τη δημοκρατία είχε μέχρι σήμερα οριακά μεγαλύτερη επιτυχία από τον αγώνα κατά του σωβινισμού, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Αλλά για όσους είναι στρατευμένοι στο μοναδικό πολιτικό πλάνο που χρήζει υπεράσπισης, το πλάνο της οικουμενικής ελευθερίας, ο μοναδικός ανοικτός δρόμος είναι η συνέχιση του αγώνα κόντρα στο ρεύμα.»