Eίπαμε πολλά ψέματα, ας πούμε και μιά αλήθεια,
φορτώσαμ’ ένα ποντικό σαράντα κολοκύθια.
Ο συνδικαλιστικός λόγος των εκπαιδευτικών συχνά αντιπαρατίθεται με την εκπαιδευτική πολιτική καταδεικνύοντας τα “κενά” σε εκπαιδευτικούς που θα έπρεπε να είναι στα σχολεία ώστε να καλύπτεται πλήρως το ωρολόγιο πρόγραμμα διδασκαλίας. Πρόκειται για 34-35 διδακτικές ώρες την εβδομάδα, αντιστοιχιζόμενες σε διδασκαλία που θα πρέπει να υποστούν οι μαθητές. Πρόκειται για εφτά ώρες καθημερινής ζωής μέσα στις ίδιες – γνωστές σε όλους – απαράλλαχτες τα τελευταία 30 χρόνια αίθουσες.
Δυστυχώς ο λόγος αυτός είναι ελάχιστα εκπαιδευτικός. Αγνοεί το περιεχόμενο της διδασκαλίας, αγνοεί τον μαθητή και τις μαθησιακές ανάγκες του. Δεν τον αντιλαμβάνεται σαν υποκείμενο μάθησης, αλλά σαν παθητικό δέκτη. Θεωρεί αυτονόητο και υπεράνω αμφισβήτησης το μαθητικό τριανταπεντάωρο και τη σημερινή δομή του σχολείου.
Οι μεσήλικες θα θυμηθούν σχετικά εύκολα ότι οι ίδιοι σαν μαθητές είχαν να υποστούν για λιγότερες ώρες την παροχή και μεταβίβαση σχολικής διδακτέας ύλης. Στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα μία πτυχή των αναγκαίων αλλαγών για να ανταποκριθεί στο σχολείο στις εξελίξεις ήταν να προστίθενται ώρες διδασκαλίας στους μαθητές και έτσι από τις 28-30, που ήταν το μέγιστο, φτάσαμε στις 34-35. Φορτώσαμε τους νέους όσο χωρούσε χωρίς να λογιζόμαστε πόσο μπορούν να αντέξουν.
Το ερώτημα που δεν ετίθετο ήταν τι μαθητές θέλουμε, τι θέλουμε να ξέρουν τελειώνοντας το σχολείο και συνεπώς τι σχολείο θέλουμε. Ίσως στις σημερινές συνθήκες μπορεί να ξανατεθεί το θέμα. Και αφήνοντας έξω τη λογιστική εργασιακή όψη να ξανασχεδιαστεί το σχολικό ωράριο των μαθητών σε άλλη βάση, ας πούμε σε δύο τρίωρους θεματικούς κύκλους κάθε μέρα που θα ορίζονται με βάση δύο μόνο – για κάθε μέρα – γνωστικά αντικείμενα. Έτσι, αν μη τι άλλο, θα πάψουμε να τρελαίνουμε τους νέους μας με την κουδουνιστή καθημερινή διαδοχή εφτά διαφορετικών μαθημάτων, κάτι που μάλλον δύσκολα αντέχει κάποιος και είναι μία λογική αιτία σταδιακής αδιαφορίας.
Gabriel John Utterson