Αυτός που παίρνει στα χέρια του το νόμο υπηρετεί τη δικαιοσύνη μόνο αν είναι πρόθυμος να ανατρέψει την κατάσταση έτσι, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει και πάλι ο νόμος, και να επικυρωθεί η πράξη του έστω και εκ των υστέρων.
Υπάρχουν δύο παραδείγματα:
Ο Σάλομ Σβάρτσμπορντ το 1926, στο Λονδίνο πυροβόλησε και σκότωσε τον υπεύθυνο για τα πογκρόμ κατά τον εμφύλιο στη Ρωσία.
Ο Αρμένιος Τεχρλιάν πυροβόλησε και σκότωσε, στο Βερολίνο, το 1921 τον μεγάλο φονιά των Αρμενίων Ταλαάτ Μπέη.
Κανένας από τους δύο δεν «ικανοποιήθηκε» που σκότωσε τον εγκληματία της φυλής του. Και οι δύο παραδόθηκαν αμέσως στην αστυνομία και απαίτησαν να δικαστούν.
Και οι δύο αθωώθηκαν επειδή «η φυλή τους αποφάσισε εν τέλει να αμυνθεί, να βγει από την ηθική κατάπτωση, να υπερβεί την παθητικότητα στον τρόπο που αντιμετώπιζε τις προσβολές»
Εκείνο που δικαιολογούσε τις πράξεις τους ήταν ότι οι εθνικές ομάδες στις οποίες ανήκαν δεν είχαν δικό τους έδαφος και νομικό σύστημα, συνεπώς δεν υπήρχε στον κόσμο αρμόδιο δικαστήριο στο οποίο θα μπορούσαν να παραπέμψουν τους δολοφονηθέντες.[1]
[1] Από το βιβλίο της Χάνα Άρεντ «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ»
tanzo