«Είναι βέβαιο επίσης ότι η διεκπεραίωση των υποθέσεων καθυστερεί όσο περισσότεροι άνθρωποι τις αναλαμβάνουν. Μιλώ εδώ μόνο για την σχετική ισχύ της κυβέρνησης και όχι για την ορθότητά της: γιατί αντιθέτως, όσο περισσότεροι είναι οι άρχοντες, τόσο και η βούληση του σώματος θα πλησιάζει στη γενική βούληση, ενώ στην περίπτωση ενός και μόνο άρχοντα, η βούληση του σώματος είναι μόνο επιμέρους βούληση»[1]
Η δημοκρατική διακυβέρνηση μπορεί να κινηθεί σε μια γραμμή μεταξύ δύο σημείων: της αποτελεσματικότητας με διακυβέρνηση από τους λίγους, και της αντιπροσωπευτικότητας με τη διακυβέρνηση από όσο το δυνατόν περισσότερους.
Παρά τα πολλά και σημαντικά λάθη, παρά τη ματαίωση της ελπίδας τον Ιούλιο του 2015, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η προηγούμενη κυβέρνηση, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, κινήθηκε προς την κατεύθυνση της διακυβέρνησης από τους πολλούς: για την όσο το δυνατόν πλατύτερη έκφραση και εφαρμογή αυτού που ο Ρουσώ ονομάζει «γενική βούληση».
Αντίθετα, η σημερινή κυβέρνηση, της ΝΔ, αμέσως μόλις ανέλαβε την εξουσία, φρόντισε. στην τοπική αυτοδιοίκηση, να ακυρώσει την έκφραση της «γενικής βούλησης» των πολλών και να επιβάλει την «επιμέρους βούληση» των ολίγων. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, για να εφαρμοστούν, απαιτούν ελαχιστοποίηση της δημοκρατικής λειτουργίας με ιδανικό περιβάλλον εφαρμογής τους την απουσία της δημοκρατίας. Δεν είναι παράξενο που ένας υμνητής της χούντας όπως ο Μ. Βορίδης κατέχει υπουργικό θώκο, έχει κυριαρχήσει η ιδεολογία του «νόμος και η τάξη», η διαρκής παρουσία δυνάμεων καταστολής σε περιοχές της πρωτεύουσας, το κλείσιμο πανεπιστημιακών σχολών με εκδίωξη των φοιτητών από τον φυσικό τους χώρο, η εκκένωση και διάλυση «καταλήψεων» εγκαταλειμμένων κτιρίων που αποτελούν κύτταρα αυτοδιαχείρισης, η πρόσληψη αστυνομικών αντί γιατρών και εκπαιδευτικών, η ποινική ασυλία των τραπεζιτών, οι απρόκλητες επιθέσεις και η βάναυση συμπεριφορά των αστυνομικών, οι αναίτιες προσαγωγές κα.
Η ψήφιση νόμου περί κυβερνησιμότητας δεν διευκολύνει απλώς τη διαχείριση επειδή «η διαχείριση δεν είναι η απουσία πολιτικής ή μία κατώτερη μορφή πολιτικής, αλλά είναι η κατεξοχήν πολιτική λειτουργία»[2], αλλά επαναφέρει τα πράγματα στην προηγούμενη «τάξη».
Κάπου εδώ, το νόημα της εξέγερσης του πολυτεχνείου έρχεται να ξαναγίνει επίκαιρο και να εμπνεύσει όσους η έκφραση της «βούλησης των πολλών» είναι πρωτεύον.

Εξαιρετικά εύστοχος είναι ο Αντώνης Λιάκος όταν το 2013, με αφορμή την επέτειο του πολυτεχνείου έγραφε, μεταξύ άλλων, στο ΒΗΜΑ: «Πρέπει να βλέπουμε τους εορτασμούς όχι ως αυτό που θα έπρεπε να είναι, αλλά ως αυτό που είναι. Ως καινούργιες επιτελέσεις του γεγονότος. Να τους καταλαβαίνουμε δηλαδή ως στοιχεία, ως εκφράσεις της συγχρονικής ιστορικής κουλτούρας. Η επικαιροποίηση ξεχωριστών στιγμών του παρελθόντος διαφέρει από την ιστορικοποίησή τους. Όσο αναγκαία κι αν είναι η ιστορικοποίηση, «παγώνει» το γεγονός και επιβάλει αυστηρό πρωτόκολλο προσέγγισής του. Κι αν η επέτειος του «Πολυτεχνείου» δεν έσβησε αλλά συνεχίζει να γιορτάζεται επί 40 χρόνια είναι γιατί κάθε φορά επικαιροποιείται, γιατί συνιστά πλέον στοιχείο της σαραντάχρονης διαδρομής της χώρας. Κι ακόμη επειδή υπάρχει ένας ζωντανός συνειδησιακός δεσμός ανάμεσα στην επαγγελία της δημοκρατίας και στην απουσία της (συνεχούς) εκπλήρωσης. Το «Πολυτεχνείο» επομένως επικαιροποιείται διαρκώς από μια διαμάχη για το αν είναι «ανεκπλήρωτο» ή «εκπληρωμένο». Κάθε φορά που οι από πάνω θεωρούσαν ότι έχουν εκπληρώσει τους σκοπούς του, οι από κάτω τους αντέτασσαν το «ανεκπλήρωτο». Χωρίς αυτό το στοιχείο του «ανεκπλήρωτου», του ανολοκλήρωτου, του ημιτελούς, κανένα γεγονός δεν θα μπορούσε να αναδειχθεί ως μεγάλο ή κομβικό γεγονός, να αποκτήσει το στάτους συμβόλου στην ιστορική κουλτούρα μιας κοινωνίας ή μιας εποχής.»[3]
Το Πολυτεχνείο σηματοδοτεί την ανάγκη για διεκδίκηση της δημοκρατίας
που ολοένα και περισσότερο την παρουσιάζουν ως περιττή πολυτέλεια και την αποσύρουν.
tanzo
[1] Ζαν Ζακ Ρουσώ, «Το κοινωνικό Συμβόλαιο»
[2] Άρθρο του Άκη Γαβριηλίδη στο περιοδικό θέσεις
[3] https://www.facebook.com/antonis.liakos.98/posts/172017486338317