«…Δεν μας ενδιαφέρουν, όμως, όσοι επιθυμούσαν μια οποιαδήποτε αλλαγή, αλλά εκείνοι οι οποίοι με τον έναν ή ον άλλο τρόπο, ήθελαν να κάνουν τον κόσμο μας καλύτερο, πιο δίκαιο, με λιγότερες ανισότητες. Συχνά, βέβαια, τα έργα τους είχαν τραγική κατάληξη, και οι προθέσεις του κατέληξαν στο αντίθετό τους. Η διαπίστωση αυτή μας φέρνει στη συναίσθηση του κολυμβητή που είναι στην κορυφή του κύματος. Πελαγοδρομούμε, δηλαδή, ανάμεσα στην ελπίδα και στο φόβο των συνεπειών των ίδιων των ελπίδων μας. Ανάμεσα στη δύναμη των προσδοκιών και στην καταστροφικότητα των εκπληρώσεων… Σε έναν κόσμο με άγνωστο μέλλον, το έθνος γίνεται μια άγκυρα βεβαιότητας, μια βάρκα διαφυγής, έστω και ψυχολογικής. Όχι για όλους βέβαια…»
Ένα καταπληκτικό τμήμα από την εισαγωγή του Αντώνη Λιάκου, στο βιβλίο του «Πως στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο;». Λες και όταν έγραφε είχε στο μυαλό του όλα όσα επρόκειτο να συμβούν το 2015. Η δύναμη της προσδοκίας, η ελπίδα που ήρθε στις 25 Γενάρη, η περίοδος που ενέτεινε το φόβο των ανεκπλήρωτων προσδοκιών, και η τραγική κατάληξη όχι μόνο με την εκπλήρωση των φόβων αλλά και με το κενό που απέμεινε (στη θέση της ελπίδας) που όλο και μεγαλώνει. Ένα κενό που ισοδυναμεί με το άγνωστο και η (πολιτική) φύση πρέπει οπωσδήποτε να καλύψει. Αφού λοιπόν δεν «επικράτησε αυτό που είναι καλό να ισχύει για όλους τους ανθρώπους», έρχεται δυστυχώς να καλύψει το κενό «η προβολή των δικών μας ιδιαιτεροτήτων» ως «άγκυρα βεβαιότητας» και ως προσπάθεια διαφυγής από το αδιέξοδο και την αδυναμία αλλαγής του κόσμου.
ΥΓ Εκτός κι αν κάνω τόσο λάθος, που η ελπίδα έρχονταν μόνο για πολιτική κατανάλωση, μόνο ως θέαμα χωρίς να περιέχει καμιά αλήθεια· και απλώς εμείς δεν το πήραμε χαμπάρι. Πάντως, ακόμη κι έτσι, ακόμη κι αν το έθνος δεν αποτελέσει τη βάρκα διαφυγής· η βαριά «άγκυρα της» μνημονιακής «βεβαιότητας» θα μας εμποδίσει για αρκετά χρόνια όχι μόνο να ταξιδέψουμε αλλά ακόμη και να φανταστούμε ένα ταξίδι με νέες (αβέβαιες) ελπίδες.
tanzo