Όλα ξεκίνησαν από μια ατάκα του πατέρα μου μια νύχτα αρκετά δροσερή στο χωριό μου τους ποταμούς. εεεεεε μπάρμπα Μιχάλη τι κουνάς το κεφάλι σου; του λέω
– Μπάρμπα να σε πει το παιδί σου και να ναι και κόρη μου γυρίζει
– Καλά πατέρα μου δεν σε είπα και καμπούρη, αλλά πες μου τι συλλογιέσαι;
– Τη ζωή μου μου λέει, που θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει ταινία.
– Για για πες τι εννοείς;
– Αυτά που έζησα στα παιδικά μου χρόνια είναι πιο δραματική και από ταινία του Ξανθοπουλου μου λέει.
– Ξεκίνα και λέγε σε ακούω.
Ο πατέρας μου άρχισε λες και περίμενε καιρό αυτή τη στιγμή: – Γεννήθηκα 14 Σεπτέμβρη του 1937 εδώ στους Ποταμούς της Δράμας από φτωχούς γονείς. Ο πατέρας μου ο Αβραάμ χριστιανός ορθόδοξος περά για περά ήταν γεωργός στο επάγγελμα και προοδευτικών αντιλήψεων, ενώ η μητέρα μου η Σαλώμη ήταν το αφεντικό μέσα στο σπίτι και καθόριζε τα πράγματα. Οι δικοί μου καλλιεργούσαν καπνά και είχαν ένα γαϊδουράκι και μερικά ζωντανά. Ως εδώ καλά, δύσκολα αλλά καλά, ώσπου μας βρήκε ο Β παγκόσμιος πόλεμος στο πολύπαθο αυτό ακριτικό χωριό. Αρχές του πολέμου και οι Ιταλοί συνθηκολόγησαν με τους Γερμανούς. Τακιμιάσανε που λέμε και βρήκαν και στηρίγματα διπλά μας, τους Βούλγαρους (τότε οι Βούλγαροι είχαν βασιλεία, η αυτού εξοχότης ο Βορής). Έτσι το πρόβλημα ήρθε και κάθισε δίπλα μας, μας άγγιξε άμεσα. Κατά το έτος 1940 η προπολεμική γέφυρα του Νέστου στα σύνορα του χωριού μας ανατινάχτηκε από Έλληνες πατριώτες, προκειμένου να επιβραδυνθεί και να δυσκολευτεί η πορεία των γερμανικών στρατευμάτων στην ενδοχώρα. Μετά την ανατίναξη της γέφυρας οι Βούλγαροι εγκαθίστανται στο χωριό μας, καταλαμβάνουν τις εστίες μας και εμείς εξοριζόμαστε με κρατική μέριμνα κυρίως προς αστικά κέντρα (Δράμα). Η μητέρα μου, εγώ και ο μικρός μου αδελφός ο Δημητράκης μετακομίσαμε στη Δήμητρα Σερρών. Πήγαμε εκεί γιατί είχαμε συγγενείς να μας φιλοξενήσουν, ενώ την ίδια ώρα ο πατέρας μου βγαίνει στο βουνό ως αντάρτης. Έξι μήνες στη Δήμητρα Σερρών και επιστροφή στην Δράμα σε άλλους συγγενείς στη Ν. Αμισό. Κατά την παραμονή μας εκεί αρρωστήσαμε τόσο εγώ όσο η μητέρα μου και ο αδελφός μου, δυο ετών τότε. Νοσηλευτήκαμε στο Γεν. Νοσοκομείο Δράμας το οποίο τελούσε υπό βουλγαρικό έλεγχο. Την ημέρα της σφαγής της Δράμας που έγινε από βουλγαρικά στρατεύματα μας δόθηκε γραμμένο στα βουλγαρικά εξιτήριο απ’ το νοσοκομείο, μας δόθηκε η δυνατότητα να μας σκοτώσουν αφήνοντας μας έρμαια των εκτελεστικών διαθέσεων των βουλγάρων. Η μάνα μου έκλαιγε και εκλιπαρούσε να μην μας διώξουν, αφού έξω γινόταν κόλαση. Μάταια… Βγήκαμε απ το νοσοκομείο και κατευθυνόμενοι προς την πλατεία της Δράμας-
(Γυαλίζουν τα μάτια του πατέρα μου και η φωνή του τρέμει – Άστο πατέρα μου άστο, μη στεναχώριεστε, πέρασε. Ας πούμε κάτι άλλο και συνεχίζουμε αύριο. Τι λες πάτερα; θα μου συνεχίσεις την ιστορία σου;)
-Ε, δεν τα είπαμε; Συνεχίζουμε… Την ώρα που βγήκαμε απ το νοσοκομείο μια κόλαση περίμενε, έμενα τη μητέρα μου και τον μικρό Δημητράκη. Στην πλάτη της κυρά-Σαλώμης ο Δημητράκης και έμενα με κρατούσε απ το χέρι. (Τα είπαμε αυτά πατέρα, πάμε παρακάτω του λέω διψασμένος)… Οι βούλγαροι διψούσαν για αίμα μου λέει, το θέαμα στην πλατεία της Δράμας ήταν ίδια η φρίκη. Σκέψου ότι ήμουν 4 χρονών και αυτές οι εικόνες με τα ακέφαλα σώματα, με το αίμα να ρέει, με τα αδέσποτα κεφάλια, ακόμη τις θυμάμαι, και μήτε θα τις ξεχάσω ποτέ όσο ζω… Το καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω γιε μου; Ήμουν παιδάκι 4 ετών και περπατούσα ανάμεσα σε σκοτωμένους. Αφού διασχίσαμε την “κόκκινη πλατεία” κατευθυνθήκαμε προς την Ταξιαρχία της Δράμας, εκεί ένας ιερέας από διπλανό σπίτι βλέποντας μας φώναξε στη μάνα μου… «Που πας γυναίκα; Είσαι τρελή; Πιο κάτω μόλις σκότωσαν δυο ανθρώπους». Μάνα μου, αυτή η μάνα η τεράστια σαν το ψηλότερο βουνό μου έσφιξε πιο δυνατά το χέρι, σαν να μου έλεγε “μη φοβάσαι είμαι εγώ μαζί σου και δεν θ’ αφήσω κανέναν να σε πειράξει”. Σήκωσε το μέτωπο της πιο ψηλά και συνέχισε να περπατά για τη Ν. Αμισό. Πιο πέρα είδαμε τα πτώματα που μας είχε αναφέρει ο ιερέας. Κάποια στιγμή φτάσαμε στους συγγενείς μας στη Ν. Αμισό, όταν μας αντίκρισαν οι συγγενείς μας, νόμισα ότι βλέπουν φαντάσματα. Πως τα κατάφερες Σαλώμη με δυο παιδιά να περάσεις μέσα απ την κόλαση; Δεν ξέρω… ο θεός μας προστάτευε. Εκεί λοιπόν μείναμε για ένα χρόνο περίπου όπου καταγράψαμε μια σημαντική απώλεια…. ο μικρός μου αδελφός δεν άντεξε τις κακουχίας και συγχωρέθηκε. Τον θάψαμε στη Ν. Αμισσό. (Πατέρα, υπάρχει αυτός ο τάφος; τον ρωτάω. Τι ψάχνεις να βρεις Αλέξη μου λέει, τότε η μανά έχανε το παιδί και το παιδί τη μάνα… πάγωσα. Συνέχισε πατέρα, του λέω, τα δάκρυα μας στέρεψαν για το Δημητράκη). Μετά ένα χρόνο παραμονής γυρίσαμε στους υπό βουλγαρική κατοχή Ποταμούς. Όσοι δεν γύρισαν το έκαναν γιατί στα σπίτια τους έμεναν βουλγάρικες οικογένειες. Μείναμε στο χωριό μέχρι το καλοκαιρό του 1943. Δημιουργείται το αντάρτικο μέτωπο, ωστόσο ο πατέρας μου, που δεν μας ακολουθεί, είναι ήδη αντάρτης απ’ το 1940. Οι βούλγαροι δεν έχουν ησυχία σκοπεύουν να εκτελέσουν τις οικογένειες όσων είχαν βγει στο βουνί. Το Σεπτέμβρη του 1943 οδηγούμαστε από βουλγαρικά εκτελεστικά τάγματα στη γέφυρα των Παπάδων με σκοπό την ομαδική μας εκτέλεση.
Αλέξανδρος